ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΑΥΤΟΥ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΖΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ ΠΟΥ'ΝΑΙ ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΑΓΜΑ

 



[Στις 28 Ιουνίου στο χώρο της Οικολογικής Κίνησης Δράμας, έγινε παρουσίαση του βιβλίου του Ισίδωρου Ζουργού "Περί της εαυτού ψυχής" εκδ. Πατάκη, από τον γράφοντα και τον δάσκαλο Δημήτρη Καζάκη. Παρατίθεται εδώ το σημείωμα - πυξίδα που είχα μπροστά μου κατά την παρουσίαση. Ένα μεγάλο σημείωμα, που όμως δεν διαβάστηκε αυτολεξεί, αλλά αποδόθηκε σε προφορικό λόγο] 

       Αυτός που σας μιλά, σημερινός συντοπίτης σας εκπαιδευτικός, αλλά τω πάλαι ποτέ Σαλονικιός βιβλιοπώλης και δοκιμαστής κάθε πνευματικής ευωδιάς, σε επίπεδο λογοτεχνίας και φιλολογικού ή άλλου δοκιμίου, κλήθηκε από την παρέα του με τον Δημήτρη Καζάκη, και την παλιά του φιλία με τον Ισίδωρο να σταθεί εδώ, ενώπιόν σας και να σας καταθέσει εικόνες, αισθήματα κι εντυπώσεις από ένα μυθιστορηματικό έπος. Από ακόμη ένα ιστορικό μυθιστόρημα του Ισίδωρου.

       H ιδιότητα του βιβλιοπώλη ίσως είναι και η μοναδική με την οποία θα αντάλλασσα την ιδιότητα του εκπαιδευτικού. Πιστεύω ότι ο βιβλιοπώλης, ο καλός βιβλιοπώλης των προσωπικών σχέσεων, είναι μαζί με τον καλό και αποτελεσματικό εκπαιδευτικό, δυο καλές περιπτώσεις παραγόντων που αλλοιώνουν επί τα βελτίω μια κοινωνία.

       Στη θητεία μου αυτή την βιβλιοπωλική, όντας πολύ πολύ νεότερος, και με μια ναρκισσιστική διάθεση ξερω-μπορω-λισμού, με ένα ύφος πνευματικού τεθωρακισμένου στην κυριολεξία, είχα την τιμή να γνωριστώ με πολλούς ανθρώπους που μπόρεσαν να με αγαπήσουν και να με κάνουν να τους αγαπήσω και συνάμα, χάρη σε αυτή την αγάπη να σπάσει και να διαρραγεί τούτο το μπετόν-αρμέ της ναρκισσιστικής πνευματοπάθειας...

       Θυμάμαι, θεωρούσα την νέα νεοελληνική λογοτεχνία, περίπου ως βιβλία παραλίας για κοριτσόπουλα που κάνουν ηλιοθεραπεία και μπερδεύουν τα αντηλιακό λάδι με τις σελίδες. Και βρέθηκαν άνθρωποι που πολύ τρυφερά, αγκάλιασαν την ιδιοτροπία μου και την σκούπισαν με το κατάλληλο απορρυπαντικό ή μοσχοσάπουνο...

       Ένας 26χρονος βιβλιοπώλης, το πρώτο - πρώτο πράγμα που ειρωνευόταν ήταν την δημοσιοϋπαλληλία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα βέβαια αντελήφθη ότι οι πελάτες του, κατά κόρον εκπαιδευτικοί δημόσιοι υπάλληλοι ήταν. Ήταν αυτοί που τον ζούσαν. Χαστούκι πρώτο.

       Χαστούκι δεύτερο...  Τι μπορεί να μας πει ρε παιδιά κι ένας δάσκαλος; Τι μπορεί να ξέρει;

       Λοιπόν ένα παράδειγμα δασκάλου... Εμφανίζεται δις της εβδομάδας με τα μικρά του παιδιά και αγοράζουν κάθε φορά ένα ή περισσότερα βιβλία, βρίσκοντας το χώρο σου φιλόξενο για να πιει ο μπαμπάς, ενίοτε μετά της συζύγου δυο γουλιές γαλλικού καφέ, στο μικρό σου σαλονάκι. Ο δάσκαλος έγραψε και ένα βιβλίο... Το ξεφυλλίζεις και λες απ’ έξω σου μπράβο ρε φίλε... Από μέσα σου μονολογείς, «να ένα ψώνιο ακόμη... που έκανε ένα δυο προσωπικά του βιώματα τυπωμένες σελίδες, καταδικασμένες να εξελιχθούν σε πολτοποιημένα καυσόξυλα, όταν θα κάνει εκκαθάριση ο εκδότης...»!

       Νεαρέ μου βιβλιοπώλη, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην λες...

       Ο δάσκαλος σε παίρνει από το χέρι και σου προτείνει ευγενικά να περιδιαβείς όλα όσα σνομπάρεις. Στην αρχή από υποχρέωση, κατόπιν από ολοκληρωτική ήττα, οδηγείσαι στην σχετική αυτογνωσία...

       Ρε φίλε, καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς... Κι ήταν κι αυτή η κοινή αγάπη στη Θεσσαλονίκη, κι αυτή η γνωριμία σου -χάρη στο δάσκαλο- με την «Πρωτεύουσα των Προσφύγων» του Γιώργου Ιωάννου, που μάλλον σου έτριψαν στη μούρη όλα τα παλαιολιθικά σου, τα άκαμπτα, τα προκατειλημμένα.

       Ο δάσκαλος έβγαλε και δεύτερο και τρίτο βιβλίο και κατόπιν όταν κλείνεις το βιβλιοπωλείο σου για να αναζητήσεις αλλού την τύχη σου, γράφει και τέταρτο, για το οποίο μιλά όλος ο κόσμος. «Στη Σκιά της Πεταλούδας»... Και να ‘σου οι ύμνοι και οι κριτικές, ότι να ένα υπέροχο ιστορικό μυθιστόρημα... Και έμεινες με εκείνη την αίσθηση την ξινή που σου βγάζει ο εγωισμός κι η προκατάληψη της άγουρης νιότης. Για δες ο δάσκαλος...

       Και πέρασαν τα χρόνια... Και διαβάζεις ένα μυθιστόρημά του, το οποίο σε κάνει άλλο άνθρωπο... Τον Αλμοσίνο του, αλλά αφήστε, γι’ αυτό θα σας πούμε πιο μετά... Και γράφει και άλλο και άλλο. Και να λοιπόν, σήμερα, ακόμη ένα...

       Κι αν η φράση «ακόμη ένα» έχει ενδεχομένως έναν υπαινιγμό αρνητικό, ζητώ εκ των υστέρων συγγνώμη από τον συγγραφέα, που τιμούμε σήμερα, και από εσάς. Καμμία τέτοια πρόθεση δεν έχω.

       Απλώς ο καλός παραμυθάς, που θέλει να βάζει ιστορίες μέσα στην ιστορία, που θέλει να σου προκαλέσει τον έλεον και τον φόβον, για να σε αλλοιώσει, να σε κάνει δηλαδή να αισθανθείς λιγάκι αλλιώτικος άνθρωπος, το κάνει αυτό ξανά και ξανά, και όλο και καλύτερα κάθε φορά.

       Κρατώ μια αναφορά του Ισίδωρου, όταν τον φιλοξενούσαν οι λογοτεχνικές σελίδες και στήλες εφημερίδων και ιστοσελίδων προ 10ετίας, με αφορμή την συγγραφή και την έκδοση τότε του βιβλίου του «Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο»: Θέλησα να γράψω ένα μυθιστόρημα για τον καλό άνθρωπο. Για να γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος. Για την καλοσύνη των ανθρώπων.

       Τούτη την ηθική επιταγή, ως λογοτεχνικό είδος καλούνται να επιτελέσουν τα Συναξάρια των Αγίων... να περιγράψουν τη ζωή, τα πάθια, τους πειρασμούς, την παλληκαριά ανθρώπων που ερωτεύτηκαν το Θεό και βλέποντας μόνον σε αυτόν, χάραξαν μια ζωή παραδειγματική... Ηρωική ενίοτε, αλλά κυρίως ερωτική. Ερωτεύτηκαν τη ζωή μέσα από τα μάτια των άλλων ανθρώπων. Ερωτεύτηκαν τους άλλους ανθρώπους γιατί μέσα από τα μάτια εκείνων, θέλησαν να κοιτάξουν το Θεό. Διότι ο Θεός είναι οι Άλλοι. Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος.

       Τα συναξάρια από μόνα τους αποτελούν ένα φιλολογικό είδος που κινείται ανάμεσα στη βιογραφία και στην παραμυθία. Στην ιστορική αλήθεια και στο θρύλο. Στην ιστορική πραγματικότητα και την ιδεολογική υπερβολή αυτού που το γράφει. Και τα συναξάρια δεν λένε απλά το βίο ενός τέτοιου ανθρώπου, αλλά δείχνουν το αντικείμενο του έρωτα ενός αγίου. Που είναι ο Χριστός...  

       Κι αν ο Χριστός μας ζητά να τον βλέπουμε και να τον αναζητούμε μέσα από τα μάτια κάθε συνανθρώπου, τότε, όλη η μύηση έχει να κάνει με ένα σημαντικό, το σημαντικότερο μυστήριο, στο οποίο χρειαζόμαστε μύηση:

Το μυστήριο του αδερφού. Το μυστήριο της ερωτικής αυταπάρνησης.

 

       Ο Ισίδωρος, νομίζω πως σε δυο βιβλία του, δείχνει να θέλει να μας μυήσει σε τούτα τα παραδείγματα, με ανάλογο τρόπο. Χωρίς να είναι θεολόγος, χωρίς να ασπάζεται ακόμη - ακόμη και την εκκλησιαστική πρακτική.

       Πιστεύω ότι την πρώτη φορά που το δοκιμάζει αυτό είναι στις «Σκηνές από το βίο του Ματίας Αλμοσίνο» και κατόπιν στο βιβλίο του «Περί της εαυτού ψυχής», βιβλίο για το οποίο συναχθήκαμε σήμερα.

 

       Πάγια τακτική των περισσοτέρων συγγραφέων στις βιβλιοπαρουσιάσεις των έργων τους είναι να ζητούν να μην γίνονται ιδιαίτερες αποκαλύψεις αναφορικά με την μυθιστορία. Επειδή όμως, μπορεί κάποιοι από τους παρευρισκομένους να μην είναι σε θέση να καταλάβουν τα δικά μου λεγόμενα επειδή δεν διάβασαν το βιβλίο, έκανα μια προσπάθεια να αντιγράψω μια «ανώδυνη» περίληψη της ιστορίας του βιβλίου, χωρίς να σας χαλάσω την έκπληξη της πρώτης ανάγνωσης, προσπαθώντας ωστόσο τούτη η παρουσίαση να αποτελέσει μόχλευση του δημιουργικού αναγνώστη...

       Ήρωας του βιβλίου, ο Σταυράκιος Κλαδάς, σε ηλικία γήρατος, το 1144 μ.Χ., γράφει στην περγαμηνή την ιστορία της ζωής του, κι έτσι μας μεταφέρει μαγικά σε έναν κόσμο γεμάτο ζόφο αλλά και φως. Έτσι όπως θα έπρεπε να γραφεί μια μεσαιωνική ιστορία.

       Ο Ισίδωρος, επιτρέψτε μου, χαρακτηρίζεται σε όλα τα βιβλία του από ιδιαίτερη πνευματική καλλιέργεια και ευστροφία, έτσι ώστε αποδεικνύεται δεινός χρήστης του λόγου, με γλωσσικό πλούτο και λεξιπλασία εξαιρετικής γοητείας για τον αναγνώστη. Το πολυτιμότερο υλικό που φέρει ένα βιβλίο είναι η γλώσσα του, που μπορεί να μας πείσει, να μας ταξιδέψει.

       Εν προκειμένω, ο λόγος του είναι μεστός, πλούσιος, χαριστήριος και γενναιόδωρος... Θυμίζει τη γλώσσα των βυζαντινών χρόνων, η οποία διασώζεται σήμερα μόνο σε φαναριώτικα πατριαρχικά έγγραφα. Έχει άλλοτε λυρισμό, άλλοτε σκληράδα, λέξεις στέρεες, όμορφες, με τερτίπια ή χωρίς, άνοιγμα ψυχής, καθώς το κείμενο αναπτύσσεται και σε παίρνει μαζί του, με ουσία.

       Λέει μια αγαπημένη φίλη και συνάδελφος συχνά στον ενθουσιασμό της την φράση «Ψυχή ψηλά». Ειλικρινά, διαβάζοντας την περιπέτεια του Σταυράκιου Κλαδά, αυτή τη φράση είχα στο νου, ως αποτέλεσμα της συναισθηματικής μου φόρτισης, παρά την προσπάθεια του Ζουργού να κρατήσει χαμηλά την μπάλα... Χαμηλά τους τόνους.

       Το βιβλίο, με την αφηγηματική φωνή του Σταυράκιου Κλαδά, είναι μια συνεχής αναδρομή στο παρελθόν. Ξεκινούμε με την ήρεμη ζωή της οικογένειας Κλαδά στο Δορύλαιο με εικόνες, μυρωδιές και ήχους, γνωρίζοντας εξαρχής πως όλα αυτά σε λίγο θα εξαφανιστούν.

       Η σκληρή πραγματικότητα αιφνιδιάζει την οικογένεια. Eπιδρομείς θα κάψουν το σπίτι και τα κτήματα, οι γονείς θα θανατωθούν και τα τρία παιδιά της οικογένειας, ο Θεοφύλακτος, ο Ιωάννης και ο μικρός Σταυράκιος, θα πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς.

       Η περιπέτεια της ζωής του ξεκινά εδώ. Ο Σταυράκιος και τα αδέρφια του περιθάλπονται σε ένα μεγαλύτερο χωριό από ένα παράξενο ζευγάρι, την αιρετική Βογόμιλη Μαξιμώ και τον ερωμένο της, Νικόλαο. Θα χάσουν όμως τους προστάτες τους, στην Κωνσταντινούπολη, θα τους βοηθήσει ένας ισχυρός φίλος του ζευγαριού, για να βρουν στέγη και καταφύγιο. Έτσι, ο μεγάλος αδερφός, ο Θεοφύλακτος, θα καταταγεί στον στρατό, ο μεσαίος, ο Ιωάννης, θα γίνει διάκονος στη Μονή των Οδηγών και ο μικρός Σταυράκιος, δόκιμος μοναχός και αντιγραφέας περγαμηνών στη Μονή Στουδίου: Εκεί όπου γίνονται αντιγραφές αλλά και παρεμβάσεις στα πρωτότυπα κείμενα, έτσι ώστε οι μικρές αυτές αλλαγές να εξυπηρετούν τις θεοκρατικές απόψεις.

       Η αθωότητα του Σταυράκιου για τη δουλειά που του έχουν αναθέσει εκτρέπεται, όταν τον στέλνουν από τη μονή, ως αντιγραφέα της βιβλιοθήκης του φιλόσοφου και πολιτικού Μιχαήλ Ψελλού. Εκείνος ως δαίμονας θα σπείρει την αμφιβολία στον νεαρό για τη μοναστική ζωή του, μέσα από μια σπάνια αρχαιοελληνική περγαμηνή που του ανατέθηκε να αντιγράψει, το Περί Ωκεανού του Πυθέα, για το ταξίδι του στη μυθική βόρεια Θούλη, τη σκεπασμένη με πάγους άγνωστη ήπειρο.

       Αυτή η περγαμηνή και τα λόγια του Ψελλού θα γίνουν η αιτία που ο Σταυράκιος θα βρεθεί ακόμα μία φορά πλάνητας στον κόσμο, και ως το τέλος της ζωής του θα είναι έτσι.

       Παρά τις υψηλές θέσεις που κατακτά ως νοτάριος στην Καστοριά και στη Θεσσαλονίκη, την κοινωνική καταξίωση, αλλά και την περιφρόνηση, την αιδώ, τις ερινύες, τον έρωτα, την οικογένεια, τον πλούτο και τη φτώχεια, θα είναι ένας διαρκής περιπλανώμενος ψάχνοντας τη δική του Θούλη, τη γνώση του κόσμου:

       Τελικά, θα διαπιστώσει πως η δική του η Θούλη ήταν γεμάτη περιορισμούς, μονάχα στα τοπικά όρια των χιονιών της Καστορίας και των αλυκών της Πιερίας, αφού δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από τον ελλαδικό χώρο, παρά μόνο με τα φτερά της φαντασίας του: Αν δεν είναι η συγγραφή κιβωτός, τι άλλο μπορεί να νικήσει τον χρόνο; Στην αναδρομή της περιπετειώδους και με τεράστιες ανατροπές ζωής του, καθώς θυμάται τις χαρές και τις απώλειές του, συμπεραίνει πως:

       Όλος ο αγώνας της ζωής μας είναι πώς θα βρούμε ένα κόσκινο που θα διαχωρίζει τα πρόσκαιρα και τα ευτελή από εκείνα που έχουν πραγματική αξία.

       Ο Σταυράκιος μυρίζει τον έρωτα μέσα από την ποιητική φράση κάποιας γυναίκας, την οποία την πρωτοσυναντά στο περιθώριο κάποιας αντιγραφής περγαμηνής: Ο κλέφτης φεύγοντας ξέχασε το φεγγάρι στο παράθυρο,

       Εδώ ο Σταυράκιος έχει κάτι ακόμα, και αυτό το κάτι θα τον πάει στο επόμενο βήμα. Στην ουσία, ανακαλύπτει ότι:

       Η ψυχή μόνο αυτοευνουχίζεται. Δεν υπάρχει ξυράφι σε χέρι αλλουνού, που θα σου κόψει κομμάτι της. Μπορούν να σε εξοργίσουν, να σε βασανίσουν, να σε σκοτώσουν, την ψυχή σου όμως δεν μπορούν να την χαράξουν.

       Ο αναγνώστης δεν έχει παρά να απολαύσει την κάθε λέξη, εικόνα και έννοια, από την αρχή ως το τέλος, με βασικό ερώτημα πώς θα ήταν τελικά ο χαρακτήρας και η σκέψη του Σταυράκιου αν πρώτα ζώντας μάθαινε και ύστερα κατέγραφε. 

       Αυτά για την μυθιστορία... Κι όσοι δεν το διαβάσατε το βιβλίο, ακούστε τα υπόλοιπα που έχω να σας πω, κρατώντας αυτήν την μικρή περίληψη... Μια περιήγηση στην ανθρώπινη καλοσύνη, στην ανθρώπινη ανιδιοτέλεια, η οποία εξαγιάζει όλους τους ιδιοτελείς, όλους τους κακούς... Που δεν γεννήθηκαν ιδιοτελείς ή κακοί, αλλά ίσως κάποιο τσαλάκωμα ψυχής, τους έκανε έτσι!

       Αναρωτηθήκατε άραγε τι σημαίνει προσευχή για έναν άνθρωπο σήμερα, εδώ στην πόλη, στον κόσμο; Τι σημαίνει προσευχή επίσης για έναν μοναχό, και τι σημαίνει προσευχή για έναν άνθρωπο του βυζαντινού μεσαίωνα που έζησε βίο μοναχικό αλλά και κοσμικό και τούμπαλιν μοναχικό;

       Όχι δεν θα σας πω τίποτε περισσότερο για τη μυθιστορία, παρά μόνον ότι σε 14 κεφάλαια (κυριολεκτικά στα μισά του βιβλίου) ο πρωταγωνιστής, ως γραφέας – νοτάριος και συνάμα συγγραφέας, ξεκινά με ένα συγκλονιστικό: «Κύριε βοήθει...»! Βοήθει τον αθλοφόρο της μνήμης.

       Συγχωρέστε με οι θρησκευόμενοι: ακούω συχνά αυτήν την λεγόμενη νοερά προσευχή των μοναχών και όσο μεγαλώνω, δεν αισθάνομαι ότι με ελκύει... Ήμουν νέο παιδί κι άκουγα τον ενθουσιασμό των μεγαλυτέρων για την νοερά προσευχή... «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, Ελέησόν με τον αμαρτωλόν»... 

       Στο άκουσμά της ασυναίσθητα νιώθω μια διάθεση αυτομαστίγωσης και αυτοταπείνωσης που δεν μου ταιριάζει.. Ίσως να ‘ναι κι από υπερβολικό εγωισμό.

       Κι όμως, ο Σταυράκιος, δηλαδή ο Ζουργός, ενδέχεται να με άκουσε... Μου λέει, αυτό που θέλω να λέω αυτολεξεί: Βοήθα Κύριε... Τον αθλοφόρο της μνήμης.

       Τι ωραία τοποθέτηση του προσώπου! Του λειτουργήματος! Της Προσωπικότητας! Τι ωραία σχέση με το Θεό! Τίμια και Περήφανη...

       Ξέρεις Κύριε ποιος είσαι, ξέρεις ποιος είμαι, γι’ αυτό άκου με... Και βοήθα με!

       Για να θυμηθούμε τον Νομπελίστα μας: σχέση χωρίς κεριά, χωρίς πολυελαίους για μιαν απ’ την αρχή ζωή, απροσκύνητη[1].

       Αν και στο παρελθόν υπήρξα ιδεολογικά «ορθοδοξιστής» λόγω νεορθοδόξων καταβολών και επιρροών, δεν έτυχε να διαβάσω πολλά μυθιστορήματα σχετικά με τον Βυζαντινό κόσμο.

       Λίγα ως τώρα... Ένα κορυφαίο μου είχε συστήσει ο Ισίδωρος Ζουργός, όταν ήμουν βιβλιοπώλης από τα 25 μου ως τα 32 μου, το οποίο διάβασα, δώρησα, μοσχοπούλησα και συστήνω ανεπιφύλακτα. Το μικρούλι μυθιστόρημα της Κατερίνας Καριζώνη «Ο άγγελός μου ήταν έκπτωτος», το οποίο, ναι, πιάνει κέντρο. Στην προ Ισιδώρου γραφή!

       Το μυθιστόρημα «Περί της Εαυτού Ψυχής» του Ισίδωρου αγγίζει την εποχή 11ου με 12ο αιώνα, μετά την εικονομαχία και κυρίως μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών, μετά το Ματζικέρτ. Περίοδος απαρχής της ιστορικής βυζαντινής παρακμής αλλά και μιας ύστερης βυζαντινής αναγέννησης. Όπου ένας αέρας πρακτικού λογισμού και ορθολογισμού, χωρίς επιστημονική επανάσταση ακόμη, αγγίζει τις ζωές κάποιων ανθρώπων.

       Τίθενται άλλοτε αδιόρατα κι άλλοτε πιο έντονα τα διλήμματα ανάμεσα στο Λόγο ως λόγο του κόσμου, ως παγκόσμια λογική, ως λογική αλληλουχία ανθρώπων, ζώων και αντικειμένων και στον Λόγο ως υπέρτατο ον, ως  αυθέντη των ζωών μας, ως Θεού πατέρα αλλά και χωροφύλακα και μπαμπούλα και δωρεοδότη και δωρητή αξιομισθιών... Δηλαδή ενός Θεού όπως τον έφτιαξε κατά καιρούς η ανθρώπινη σκέψη, είτε των υπερβολικά λογίων και μορφωμένων ανθρώπων όπως κάποιοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, ή ο μοναδικός Μιχαήλ Ψελλός, είτε των φτωχών αμόρφωτων μεροκαματιάρηδων της εποχής, οι οποίοι, ενσυνείδητα ή ασυνείδητα ζούσαν μια πίστη προσωπική, φυσιοκρατική, παγανιστική, αιρετική ή στην καλύτερη περίπτωση απλουστευτική κι αθεολόγητη.

       Σε μια συνέντευξή του παλιότερα ο Ισίδωρος απαντώντας σε ερώτηση αν βλέπει τα βιβλία του ως υποψήφια σενάρια ταινιών ή τηλεοπτικών σειρών, απάντησε καταφατικά.

       Εν προκειμένω, ως αναγνώστες, εγώ, εσείς, καθεμιά και καθένας μας, με την όποια εμπειρία, επάρκεια και δημιουργικότητα καλλιεργήσαμε στην ανάγνωση και την κινηματογραφική θέαση, θα κληθούμε να αναμετρηθούμε με το φιλμικό καρούλι των 740 σελίδων του μυθιστορήματος. Για τον δημιουργικό αναγνώστη, είμαι βέβαιος ότι το βιβλίο αυτό θα χρειαστεί πολλαπλές αναγνώσεις. Πέρα από την πρώτη μυθιστορία. Διότι λογοτεχνία είναι να διαβάζεις και να ξαναδιαβάζεις το ίδιο έργο και κάθε φορά να αξιώνεσαι να βρίσκεσαι μπροστά σε μια νέα έκπληξη. Διότι τέχνη είναι η έκπληξη. Ο ζωντανός ρέων λόγος της γραφής που δεν σου λέει ποτέ τα ίδια πράγματα, που δεν είναι φορμαλιστικός, που δεν είναι μανιερίστικος.

       Στο «περί της εαυτού ψυχής», βλέπουμε τα στιγμιότυπα μιας ζωής γεμάτης σπουδή, γνώση, γεμάτης εμπειρίες δίπλα στις εξουσίες του κόσμου τούτου, γεμάτης εμπειρίες από την καταραμένη εξουσιαστικότητα των εξουσιών, γεμάτης αδελφοσύνη κι αδελφική αγάπη, γεμάτης χαρά, ή γεμάτης από την αναζήτηση της χαράς, και κυρίως γεμάτης από την πυξίδα της ζωής.

       Και πυξίδα της ζωής είναι ο έρωτας. Διότι να ξεκινάς από τη μια περιοχή του τότε γνωστού κόσμου για να συναντήσεις κάποια η οποία έγραψε σε ένα χειρόγραφο μια μαγική ποιητική φράση, ναι, κι αυτό να είναι η κινητήρια δύναμη ενός τρομερού μυθιστορήματος, ναι. Πυξίδα είναι ο έρως.

       "Νεαροί εργάτες και κοπέλες είχαν στήσει έναν κυκλικό χορό γύρω απ' τη μεγάλη φωτιά. Στα μαλλιά τους είχαν πλέξει στεφάνια από κληματόφυλλα και χόρευαν τραγουδώντας στο ρυθμό που έδιναν δύο αυλοί κι ένα μεγάλο τύμπανο. Τα χέρια τους, σκληρά απ' τα κοφίνια και τα ψαλίδια, έσφιγγαν το ένα το άλλο, εκλιπαρώντας τη νύχτα να μη βιαστεί να περάσει.

       Άντρας και γυναίκα, το πιο παλιό παιχνίδι, Αδάμ και Εύα, κορμί με κορμί, μανδαλωτά φιλιά, σφίξιμο, σπέρμα, σπαραγμός. Κατόπιν θα γεννηθούν καινούριες ψυχές που θα γλιστράνε απ' το πανύψηλο χάος και θα βγαίνουν στο φως. Κι ύστερα θα συνεχίσουν ώσπου να φτάσουν μια μέρα στο ανοιγμένο στόμα του Άδη, στο τέλος της τσουλήθρας του κόσμου.

       Ο νεαρός νοτάριος, κάτω από ένα φεγγάρι που δεν είχε παράθυρο, έσμιξε με μια γυναίκα για την οποία έμαθε κατόπι πως ήταν χήρα και είχε κάποτε υποδεχτεί τον θάνατο στο ίδιο της το σπίτι. Ήταν ένα ξένοιαστο σμίξιμο, έντιμο και αθόρυβο, όπως αυτά των εντόμων.

       Ο νεαρός αγιογράφος έγινε άντρας, ή καλύτερα εξανθρωπίστηκε, με μια κραυγή του, εκεί στο τέλος της αγκαλιάς τους. Αυτήν την πρώτη γυναίκα θα την είχε στο νου του για χρόνια, όταν θα ζωγράφιζε άλλες γυναίκες, τη Μαγδαληνή, τη Σαμαρείτιδα, τις αδελφές του Λαζάρου... Μαΐστορας πια, ύστερα από χρόνια, έμπλεος φήμης και περιζήτητος, δε θα απαντούσε στις ερωτήσεις των βοηθών του, κι αυτών ακόμα των επισκόπων, ποιο ήταν το μυστικό που οδηγούσε το πινέλο του να αφήνει τέτοια ίχνη της αγάπης πάνω στο σοβά".

 

       Θέλω να σταθώ στην σημειολογία κάποιων ονομάτων πρωταγωνιστών ή δευτεραγωνιστών του έργου: Πλάι στον Σταυράκιο, κάποιος ζωγράφος εκκλησιών, με το όνομα Πόθος. Δεν είναι τυχαίο... Ο άνθρωπος που ποθεί τη χαρά, λέγεται Πόθος. Και υφίσταται τα πάνδεινα εξαιτίας των πόθων για χαρά. Και καταλήγει να γίνεται ένας τεράστιος καλλιτέχνης που ομιλεί με την τέχνη του. Που ζει τη χαρά που ποθούσε, μέσα στην απάθεια που δεν ήξερε ότι ποθούσε. Που γίνεται άνδρας ή καλύτερα άνθρωπος, τη στιγμή που βγάζει μια ερωτική τσιρίδα στον πρώτο του ερωτικό οργασμό.

       Πλάι στον Σταυράκιο, ακόμη, μια σειρά γυναικών, με ονόματα σημεία. Σημεία μιας πορείας ζωής, πραγματικής μα και άπιαστης. Τα πιο πραγματικά πράγματα στη ζωή μας είναι και τα πιο άπιαστα. Διότι η γυναίκα ΕΙΝΑΙ η ζωή, δεν σχετίζεται απλώς με τη ζωή. Αποστολή της είναι να επαναφέρει τον άνδρα από τη μορφή στο περιεχόμενο της ζωής. Ο άνδρας προσβλέπει σε κανόνες, η γυναίκα γνωρίζει τις εξαιρέσεις. Αλλά η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ. Οπουδήποτε υπάρχει γνήσια ζωή, εκεί βασιλεύει όχι ένας κανόνας, αλλά μια εξαίρεση. Ο άνδρας αγωνίζεται για κανόνες. Η γυναίκα διαθέτει μια ζωντανή εμπειρία της εξαίρεσης.

       Μια Θεολένια με ένα σημείωμά της καθορίζει την πορεία της ζωής του ήρωα: "Ο κλέφτης φεύγοντας ξέχασε το φεγγάρι στο παράθυρο".

       Μια Πάνθεια, με αυτό το περίεργο όνομα μας θυμίζει το μπέρδεμα της εποχής... Αφενός ένας ειδωλολατρικός πανθεϊσμός, αφετέρου ένας αγνός ερωτικός παν- εν – θεϊσμός. Τα πάντα εν θεώ. Εφόσον είναι ερωτικά. Εφόσον στοχεύουν στην αγάπη. Κι ας έχουν στοιχεία παγανιστικά. Αλήθεια, οι περισπούδαστοι θρησκευτικοί όροι «σωτηρία» ή «θέωση» τι σημαίνουν παραπάνω από «ένωση»; Ένωση εν θεώ;

       Μια Μαξιμώ... Το αρχέγονο πρότυπο της αρχοντιάς, της ομορφιάς, της μητρότητας αλλά συνάμα και της αδάμαστης θηλυκής ανεξαρτησίας. Με όλα τα παγανιστικά χαρακτηριστικά που ένας Χριστιανός, μέσα στο διάβα της ιστορίας αφομοίωσε, ή υιοθέτησε.

       «Η Μαξιμώ δεν ξέρω αν πολυκαταλάβαινε τελικά τι της είπε. Όσον καιρό μείναμε μαζί της, συχνά μου θύμιζε άνθρωπο που κατανοεί αλλιώς τον κόσμο. Δεν ήταν σίγουρο ότι αντιλαμβανόταν όλα όσα γίνονταν γύρω της. Ήταν άνθρωπος που λειτουργούσε στην κάθε μέρα χωρίς αυτό που λέμε: κατανοεί απόλυτα. Εγώ νομίζω πως όλα εξηγούνται, καθώς η ψυχή της ήταν η ίδια καλοσύνη, χωρίς καμιά αγωνία κατανόησης. Αυτή η ψυχή είχε το πρόσταγμα σε όλα, γι’ αυτό και η αντίληψή της ακολουθούσε αργοπορημένη.  Αντιλαμβανόταν τον κόσμο ως διαρκή θηλασμό, και αυτό τη βοηθούσε να παραμείνει όμορφη, ακόμη και σε προχωρημένη ηλικία»

              Δεν έχω σκοπό να συνεχίσω αφ’ εαυτού μου... Να σας δώσω μερικά παραδείγματα θέλω. Μιας πορείας μυθιστορηματικής και καρδιακής συνάμα η οποία στην περίπτωσή μου κράτησε μια βδομάδα στην πρώτη ανάγνωση, και κατόπιν άλλους δυο μήνες στις επόμενες φορές που ανατρέχω στο βιβλίο...

       Νομίζω πως σ' εκείνη τη συνάντηση την ερωτεύτηκα μ' έναν τρόπο διαφορετικό, κι αυτό συνέβη αφότου ένιωσα την αδυναμία της.

       Παράξενη που είναι η φύση του άνδρα Χριστέ μου.

       Αγαπάει εκεί που πάει να προστατεύσει.

       Υμνεί τον έρωτα, μα κατά βάθος θέλει να δοξολογεί τον εαυτό του ως σωτήρα.

       Παριστάνει τον φύλακα άγγελο, μα έχει κοντές φτερούγες. Στο τέλος αλληθωρίζει από χαρά μπρος στο ψεύτικο είδωλο του εαυτού του, που καθρεφτίζεται στο νερό μίας λίμνης.

       Τότε ήμουν πολύ νέος και δεν ήξερα πως υπάρχει και ο άλλος έρωτας, αυτός που δεν εντυπωσιάζει παρά σωπαίνει, που φωλιάζει και περιμένει την ώρα της γέννας, όπως η αλκυόνα εκείνες τις λίγες ηλιόλουστες μέρες του χειμώνα...

 

       Μια παρένθεση με ένα ανέκδοτο: Αναφέρομαι στην προσπάθεια του Ισίδωρου να κοινωνήσει μαζί μας τούτη την τεράστια ανάγκη του για συγγραφή μυθιστορίας, στην ανάγκη του Πατάκη να εκδώσει ιδίοις εξόδοις τούτο το βιβλίο, στην προσπάθεια της αγαπητής κυρίας Ευριδίκης που έχει το βιβλιοπωλείο «Μανιφέστο» να στηρίξει την φιλαναγνωσία συμμετέχοντας σε μια τέτοια εκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης. Όλα αυτά αφενός απευθύνονται σ’ εμάς, αφετέρου έχουν κόστη... Μικρά ή μεγάλα, εσείς θα κρίνεται. Και βέβαια δεν μιλώ για εισιτήριο.  Η εκδήλωση είναι έτσι κι αλλιώς δωρεάν.

       Ως βιβλιοπώλης διοργάνωσα κάποτε μια βιβλιοπαρουσίαση ενός φιλοσοφικού / πολιτικού δοκιμίου. 

       Πολύ δύσκολο και αντιδημοφιλές είδος βιβλίου! Συγγραφέας του ένας καλός φίλος, πολύ σημαντικός άνθρωπος της Θεσσαλονίκης, όπως και η σύζυγός του.

       Όταν οργανώνεις εκδήλωση για τέτοιους ανθρώπους, αισθάνεσαι κι ένα βάρος... Οικονομικό... Διότι δεν πρέπει να φανείς τσίπης.. Αλλά γαλαντόμος... Κλείνουμε το «Ολύμπιο» λοιπόν, τεράστια αίθουσα... Για να το κλείσεις σήμερα, θες σίγουρα 300€ ενοίκιο για τις λίγες ώρες που θα είσαι εκεί. Με παρουσιαστές τον Χρήστο Γιανναρά και τον Κώστα Ζουράρι. Ε, για να τους φέρεις από την Αθήνα, και να τους κοιμήσεις και σε ένα αξιοπρεπές ξενοδοχείο, επιπέδου «Ύδραμα» ή «Κούρος» ή άντε «Ξενία», χρειάζεσαι άλλα 300€... Μετά την εκδήλωση θα πας και σε ένα ωραίο εστιατόριο να πιεις μαζί τους ένα κρασί... Με δικά σου έξοδα βέβαια. Άρα με Γιανναρά και Ζουράρι δεν θα πιεις και χύμα κρασί... «Αμέθυστο» ή «Μαγικό Βουνό» ή «Έμφασις» θα παραγγείλεις... Βάλτε τώρα έναν λογαριασμό για μια παρέα 10-15 ατόμων... Να βάλω 300-400€ με επιείκεια; Άρα μιλάμε για μια εκδήλωση η οποία στη Θεσσαλονίκη σήμερα θα κόστιζε περίπου 1000 - 1500€.

       Λάβετε υπ’ όψιν, ότι αν ένα βιβλίο κοστίζει στον αγοραστή 22,2€, όπως το παρόν, ο βιβλιοπώλης κερδίζει το πολύ 8€. Κάνετε μόνοι σας τις αριθμητικές πράξεις για να υπολογίσετε πόσα βιβλία πρέπει να δώσει ο ομιλητής που έχετε ενώπιόν σας σήμερα για να μην μπει μέσα στην εκδήλωση που διοργανώνει... Περίπου 130 βιβλία...

       Κρύος ιδρώτας παιδιά... Βλέπω τους ομιλητές... Πληρώνω παντού, παριστάνω τον καμπόσο, αλλά ποιος ξέρει ότι είμαι «ίσα βάρκα νερά»; Και ποιος αναρωτιέται ότι αγωνίζομαι να μην γίνω ... «ίσα βάρκα ίσα πανιά»;

       Πάω στον Ζουράρι, πριν την εκδήλωση... Είχα το θάρρος και του είπα, «ρε Κώστα, θέλω να βοηθήσεις να βγάλει η εκδήλωση τα έξοδά της, να πουλήσουμε και καν’να βιβλίο».

       Ο Ζουράρις μου λέει κατά λέξη, σήμερα για χάρη σου θα κάνω ακόμη και θαύματα... Και παίρνοντας το λόγο, ξεκίνησε ως εξής: «Το βιβλίο είναι ένα κειμήλιο ελληνικού λόγου. Πρέπει όλοι οι παριστάμενοι να το προμηθευτείτε. Κι αν δεν μπορείτε να το αγοράσετε, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνετε, στην ανάγκη να το κλέψετε».

       Είχαμε πάει με 300 αντίτυπα. Μας έμειναν 2 κακέκτυπα. Κόψαμε 281 αποδείξεις. Εκλάπησαν 17 βιβλία!!!!

       Λοιπόν, με τη σειρά μου, για χάρη του «Πατάκη» που εξέδωσε αυτό το αριστούργημα, για χάρη του βιβλιοπωλείου «Μανιφέστο» και της Οικολογικής Κίνησης που συμβάλουν στη διενέργεια τούτης της όμορφης εκδήλωσης, για χάρη του Ισίδωρου, κυρίως όμως για χάρη σας, για την αφεντιά σας, για τις αναγνώσεις σας, σας προτείνω να μην δανειστείτε το βιβλίο, ούτε να το κλέψετε, και βέβαια να μην το αγνοήσετε, αλλά να δώσετε 22,2€ και να το πάρετε όλοι οι παριστάμενοι.

       Και τρία τελευταία σημεία που μ’ έκαναν να σταθώ και να ξανασταθώ και να συγκινηθώ. Διότι η συγκίνηση είναι η ατμομηχανή της τέχνης:

«Ονοματίζω σημαίνει ορίζω τον κόσμο, όπως θα ήθελα να είναι από την αρχή. Γράφω σημαίνει ονοματίζω για να σωθεί το ίχνος μου».

 

«-Τα μάτια σου, πρωτονοτάριε, σαν να βράχηκαν.

-Εκεί όπου μεγάλωσα, δάκρυζαν συχνά την ώρα της προσευχής... Τα δάκρυα τα θεωρούσαν "παγίδα" για να 'ρθει να τους συναντήσει ο Θεός. Εγώ δακρύζω με τα παιδιά... Τέτοιος αλλόκοτος είμαι».

 

     Κλείνω με το τελευταίο για να μην μακρηγορήσω περισσότερο... Μέσα από 740 σελίδες, σημείωσα 29 σημεία, σας διάβασα μόλις 8. Ιδού το 9ο... Συγκινήθηκα πολύ διαβάζοντάς το Ισίδωρε... Διότι είμαι από αυτούς που κουράστηκαν από τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, που αναζητά εκβιαστικά θαύματα, και άκτιστα φώτα, και θαύματα από το άγιο φως των Ιεροσολύμων... Και όλοι όσοι μιλούν γι’ αυτά, συχνότατα αγνοούν το θαύμα που μπορεί να ζουν δίπλα τους, ή να έζησαν με μια ερωτική ή με μια φιλική ή με μια απλή κοινωνική σχέση... Ακούστε λοιπόν... Ελπίζω να συγκρατηθώ και να μην συγκινηθώ πολύ! Αφού προηγουμένως μιλήσαμε για δάκρυα, δακρύζω κι εγώ εύκολα... 

     Στις συναντήσεις μου με τον λόγιο μοναχό, θίγονταν λεπτομέρειες απ’ τις διατριβές του μεγάλου Γρηγορίου, του Χρυσοστόμου, του πατέρα Μάξιμου, και εκείνου του Συμεών που οι άνθρωποι της Εκκλησίας τα τελευταία χρόνια τον ονόμαζαν Νέο Θεολόγο. Ήταν φορές που έσκυβε ο μοναχός στο αυτί μου και μου ψιθύριζε με απόλυτη μυστικότητα ότι στο κελί του το προηγούμενο βράδυ είχε αξιωθεί να δει το άκτιστο φως... Τον ίδιο το Θεό δηλαδή. Ποτέ μου δεν κατάλαβα αν ο εν Χριστώ αδελφός, ο μοναχός αυτός, ήταν φαντασμένος ανόητος, ή κατείχε κάποιου είδους αγιοσύνη που εγώ δεν μπορούσα να διακρίνω. Όταν προέβαινε σε τέτοιες εξομολογήσεις, ένιωθα αμήχανα, αφού δεν μπορούσα να ξεχωρίσω από τα λεγόμενά του αν αυτά ήταν ιερόσυλη φαντασία ή μια πιθανή μετοχή του στο θαύμα.

     Στις επισκέψεις που δεχόμουν ήταν παρούσα / απούσα και εκείνη. (...) Εκείνη που της χρωστούσα κάτι ανομολόγητο, αυτό που σωτήρια μας ταπεινώνει, την εμπειρία της αντρικής αδυναμίας. Εκείνη που, μαζί της, είδα για λίγο κάποιο φως, που δεν ήταν θεϊκό, ήταν απλώς το καντήλι της γυναίκας που αιώνια φέγγει, αν και φορτώνεται στην πλάτη της όλες τις αμαρτίες του κόσμου.

      

 

Κι ένα υστερόγραφο, προς τον αδερφό, τον φίλο, τον πνευματικό άνθρωπο και δάσκαλο από τα παλιά, τον Ισίδωρο Ζουργό... Αδερφέ, δέξου το και ως ρουσφέτι... Οι Δραμινοί φίλοι που σου παρουσιάζουν τα βιβλία, που σε διαβάζουν φανατικά και αποτελούν τους διαφημιστές σου, έγιναν με την αφεντιά μου σήμερα τρεις. Ο Δημήτρης Καζάκης εδώ και ο Σταύρος Γιαγκάζογλου στην Αθήνα προηγήθηκαν. Έγραψες στα βιβλία σου για τη Θεσσαλονίκη, την Κοζάνη, την Καστοριά, την Πιερία, το Μεσολόγγι, την Κωνσταντινούπολη, τα Σέρβια, τη Λάρισα, τη Βέροια...

     Θυμήσου μας σε επόμενη έμπνευση. Δες το σαν αγάπη σε τρεις φίλους σου!

Καλωσόρισες στη Δράμα!



[1] Οδυσσέα Ελύτη: Της Εφέσου, Συλλογή «Δυτικά της Λύπης», Αθήνα 1995, εκδ. Ίκαρος.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τιμώντας μιαν άξια διευθύντρια διεύθυνσης εκπαίδευσης, τη Χριστίνα - Χρυσάνθη Βαμβούρη

Μνήμη οσίου Παϊσίου Αγιορείτου

Ο ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ, Η ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΘΑΤΣΕΡ, Η ΚΟΙΝΩΝΙΟΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ Ο "ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ"