Για τον "Ραγιά - Μέρες και Νύχτες 1821" του Γιάννη Καλπούζου

 



[Σημειώσεις σε μία βιβλιοπαρουσίαση... 
Ο Γιάννης Καλπούζος ήρθε στη Δράμα, για να μιλήσουμε για το τελευταίο του βιβλίο εν έτει 2021, τον "Ραγιά, Μέρες και Νύχτες 1821". Μίλησα μαζί του λίγες μέρες πριν, εκφράζοντας την επιθυμία να πω μετά από αυτόν, δυο λόγια από καρδιάς για το βιβλίο του, που ως τότε το είχα διαβάσει 2 φορές. Μου απάντησε ότι θα προτιμούσε να κάνω κανονική ομιλία πριν από αυτόν, χωρίς όμως να αγγίξω τη μυθοπλασία του έργου. Το σεβάστηκα απολύτως. Και ιδού οι σημειώσεις μιας ομιλίας περισσότερο προφορικής παρά γραπτής].

          Καλωσορίζουμε στην πόλη μας τον Γιάννη Καλπούζο, τον Ηπειρώτη, Αρτινό, άνθρωπο των γραμμάτων που θα μας μιλήσει για το τελευταίο του πόνημα, τον «Ραγιά – Μέρες και Νύχτες 1821». Ο Γιάννης Καλπούζος βρίσκεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο τα τελευταία 21 χρόνια, γράφοντας κυρίως μυθιστορήματα σε ιστορικό περιβάλλον, λιγότερα διηγήματα, ποίηση και τραγούδια. Μια από τις λιγότερο γνωστές ενασχολήσεις του είναι η στιχουργική περί την τραγουδοποιία. Πολλά γνωστά έντεχνα ή λαϊκά τραγούδια είναι δικά του. Θα μνημονεύσω αυτό που μου αρέσει περισσότερο: αυτό το πολύ στακάτο ζεϊμπέκικο που μελοποίησε ο Ορφέας Περίδης και κατόπιν το τραγούδησε εκφραστικά κι αντρίκια ο Σωκράτης Μάλαμας, «Γιατί πολύ σ’ αγάπησα».

          Στη μυθοπλασία, ο Γιάννης Καλπούζος έγινε ευρύτερα γνωστός με το μυθιστόρημά του «Ιμαρέτ-Στη σκιά του ρολογιού» έργο που αγαπήθηκε πολύ και διαβάστηκε εξίσου. Έκτοτε –εκφράζοντας πάλι προσωπική άποψη- ό,τι έγραψε και εξέδωσε ο Γιάννης είναι ένα ξεχωριστό και πολύ αγαπητό ταξίδι σε κάποιον τόπο και σε μια εποχή που δεν γνωρίζουμε ή ακόμη κι αν την γνωρίζουμε, δεν είναι παρά μόνο μέσα από ιστορικά σύμβολα ή από ιστορικά αποτελέσματα. Θα εξηγήσω κατόπιν τι εννοώ.

          Έχοντας διαβάσει σχεδόν όλα τα βιβλία του Γιάννη Καλπούζου, περισσότερες της μιάς φορές, θέλω να προτείνω σε όλη την όμορφη ομήγυρη να δει τον συγγραφέα ως έναν αμαξά. Έναν οδηγό. Όχι αυτοκινήτου σύγχρονου, αλλά έναν οδηγό μιας άμαξας εποχής. Σχεδόν όλα τα βιβλία του είναι ένα ταξίδι σε μια ιστορική εποχή και σε κάποιο συγκεκριμένο τόπο ή συγκεκριμένους τόπους.

          Δεχθείτε τον Γιάννη Καλπούζου ως έναν καροτσέρη. Εγώ προσωπικά, στο πρώτο του βιβλίο που έτυχε να διαβάσω πριν 11 χρόνια, τον δέχθηκα όπως λέει το τραγούδι «Καροτσέρη τράβα, να πάμε στα Ταταύλα». Ήταν το εκπληκτικό τότε βιβλίο του «Άγιοι και δαίμονες - Εις ταν Πόλιν» το οποίο όπως και ο «Ραγιάς» μας τοποθετεί λίγο πριν και λίγο μετά την επανάσταση του 1821, στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου ο καροτσέρης ξεκινά το ταξίδι του.

          Εδώ στο τελευταίο του βιβλίο μας τοποθετεί στην προεπαναστατική και την επαναστατημένη Πελοπόννησο, το θέατρο ενεργειών της απαρχής της ελληνικής ανεξαρτησίας. Δεν θα πω τίποτε περισσότερο όμως, διότι τον πρώτο λόγο σήμερα για το βιβλίο αυτό, τον έχει ο Γιάννης Καλπούζος. Και ασφαλώς επειδή πολλοί από τους παριστάμενους δεν έχουν ακόμη διαβάσει το βιβλίο, ίσως δεν είναι δόκιμο να μιλήσουμε για τη μυθοπλασία του έργου.

          Στο κριτικό φιλολογικό δοκίμιο, ενδιαφερόμαστε συχνά να ορίσουμε την λογοτεχνία με κριτήριο τη λογοτεχνικότητα. Γιατί π. χ. η μυθοπλασία για τον Αγγελή, τον πρωταγωνιστή του σημερινού βιβλίου που παρουσιάζουμε είναι λογοτεχνία, ενώ ένα άρθρο, ή ένα ρεπορτάζ δεν είναι λογοτεχνία. Ή γιατί τα κείμενα, τα μυθιστορήματα του Καλπούζου είναι λογοτεχνικότερα και σημαντικότερα των μυθιστορημάτων κάποιου άλλου κ.ο.κ..

          Για μένα, αλλά και για μια μεγάλη σχολή λογοτεχνικής κριτικής, το κριτήριο λογοτεχνικότητας βρίσκεται στη γλώσσα και στις εκπλήξεις. Βρίσκεται στην εκδήλωση του απρόσμενου κατά τη διήγηση. Εκεί όπου η διήγηση δεν είναι απλά μια πληροφορία ή μια απλή περιγραφή αλλά μια διακλάδωση: μια ευκαιρία δηλαδή να διαβάσεις την ιστορία ή την μυθοπλασία μέσα από πολλά φανερά και σκοτεινά πράγματα, μέσα από μια πολυπρισματική και πολυεπίπεδη ανάγνωση. Είναι αυτό που λένε: «όσες φορές κι αν διαβάσεις ένα λογοτεχνικό βιβλίο, υπάρχουν εκπλήξεις που σε οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι σαν να το διαβάζεις για πρώτη φορά.

          Αν και εκπαιδευτικός σήμερα, υπήρξα στο παρελθόν βιβλιοπώλης και φίλος συγγραφέων. Για λογαριασμό των εκπλήξεων που καιροφυλακτούν σε κάθε ανάγνωση του έργου του Καλπούζου αλλά και λογαριασμό όλων αυτών των ανθρώπων που μπαίνουν στην περιπέτεια της συγγραφής, της μυθοπλασίας αλλά και της διακίνησης τούτης της περιπέτειας της λέξης και της σκέψης,

προτείνω σε όλη την ομήγυρη, όχι απλά να διαβάσετε το έργο του Γιάννη Καλπούζου, αλλά να το αγοράσετε. Να το έχετε δικό σας, στη βιβλιοθήκη σας και να ανατρέχετε συχνά σε αυτό.

          Ο Καλπούζος αγαπά να τοποθετεί τις μυθοπλασίες του μέσα σε ιστορικά περιβάλλοντα στα οποία ως αγωγιάτης/αμαξάς, μας ξεναγεί...

Μας ξεναγεί όχι με όρους ιστοριογραφικούς. Στη συγγραφή της ιστορίας, ο ιστοριογράφος θυσιάζει πολλές, εκατομμύρια πολλές και μικρές προσωπικές ιστορίες για να μας δώσει το αποτέλεσμα. Μας δίνει ίσως μια απλή περιγραφή ενός γεγονότος αλλά βιάζεται να μας δώσει το αποτέλεσμα. Ίσως διότι το αποτέλεσμα είναι αυτό που καιροφυλακτεί να φωτίσει την ανθρωπότητα για το εντεύθεν, για το από εκεί και πέρα. Ο Καλπούζος, δεν αμφισβητεί το αποτέλεσμα. Όμως μας το δίνει ως μια διαδικασία προσωπικού βιώματος.

          Επαναστατώ εγώ... Για να μην είμαι ραγιάς στον Τούρκο... Τι είναι όμως Τούρκος; Και τι ραγιάς; Τι είναι επαναστατώ; Τι είναι ερωτεύομαι τη λευτεριά;

          Συχνά, μιλούμε για πράγματα σημαντικά στη ζωή λες και είναι αποτελέσματα εφαρμογής κάποιων οδηγιών χρήσης... Έρωτας είναι αυτό εκείνο και το άλλο... Ελευθερία είναι αυτό και το άλλο και το παρ’ άλλο...Μάχη σώμα με σώμα, πόνος, τραύμα, ζωή,  θάνατος... Αντίστοιχοι ορισμοί.

          Ε, ο ιστορικός μυθοπλάστης θέλει να σε βγάλει απ’ αυτό το ψυχρό βλέμμα. Θέλει να σε πονέσει. Να σε κάνει να νιώσεις. Να γίνεις μέτοχος κάθε προβλήματος, κάθε λύπης, κάθε χαράς, για να το ζήσεις στο πετσί σου. Το καταφέρνει άραγε;

          Σε άνυδρα πνευματικά περιβάλλοντα, πολλοί από τους συμπολίτες δεν διαβάζουν βιβλία, δεν αγγίζουν την λογοτεχνία. Ο δείκτης βιβλιοφιλίας, βλέπετε,  θέλει για τον βιβλιόφιλο να διαβάζει τουλάχιστον 9 βιβλία το χρόνο.

          Επίσης, αν και άμοιροι λογοτεχνικότητας, ή άμοιροι κριτηρίων μιας καλής λογοτεχνίας, πολλοί είμαστε συχνά υποχρεωμένοι να ακούμε και να μονολογούμε, να τραγουδούμε στίχους σημαντικούς που ξεχνούμε ή αγνοούμε το νόημά τους.

     Πριν λίγες μέρες, με αφορμή την επέτειο της σφαγής της Δράμας από τους Βούλγαρους, κάποιος δημόσιος άνδρας, ανέσυρε από τη μνήμη του δυο στίχους από ένα σχολικό μάθημα λογοτεχνίας, μπροστά στον τάφο των εκατοντάδων νεκρών πατριωτών και προγόνων μας: Είπε τον στίχο του ποιητή: «Πίνω νερό από τα κόκκαλα αυτών που αγάπησα». Ο ποιητής μάλλον κάτι από Σολωμό μεταφέρει στους αναγνώστες. Και κάποιοι άρχισαν να βλέπουν τις φράσεις του δημόσιου άνδρα, υπερβολικές, τις διακωμωδούσαν... Είναι οι ίδιοι που ξεχνούν τον Εθνικό μας ύμνο... Η λευτεριά, περιγράφεται «βγαλμένη απ’ τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά». Είναι οι ίδιοι οι οποίοι πηγαίνουν στην Εκκλησία τη Μεγάλη Παρασκευή και αγνοούν ή δεν προσέχουν το μεγαλειώδες όραμα του Προφήτη Ιεζεκιήλ στο κεφάλαιο 37 της Προφητείας του, όπου ο Προφήτης απευθύνεται με το Πνεύμα του Κυρίου σε μια πεδιάδα με ξερά κόκκαλα και διατάσσει τα κόκκαλα να γίνουν άνθρωποι προαναγγέλλοντας την Ανάσταση του ανθρώπου. Αγνοούν τον τρόπο του συγγραφέα, του λογοτέχνη που περιγράφει ως πατρίδα, το αίμα, το ζεστό αίμα που χύνεται και φέρνει θάνατο, το οποίο όμως όπως λέει ο Καλπούζος πότισε και ποτίζει το δένδρο της Ελλάδας. Μιας πατρίδας που την αγαπούμε, την έχουμε ανάγκη και έχουμε καθήκον να γνωρίσουμε. Όχι ως ενός απρόσωπου όντος. Πατρίδα μας είναι οι άνθρωποι, είναι οι ιστορίες τους, οι σχέσεις μας μαζί τους, τα διλήμματα κάθε ανθρώπου για τη ζωή και το θάνατο. Ερωτικά διλήμματα. Αυτό νομίζω πως είναι και το πνεύμα του Καλπούζου...

          Γνώρισα τον Γιάννη Καλπούζο μέσα από τα βιβλία του, τα οποία προ 11-12 ετών μου συνέστησε μια φιλόλογος συνάδελφος στην Κω, όπου έζησα κι εγώ μια 10ετία. Με τη συγκεκριμένη συνάδελφο, με δική της πρωτοβουλία και σκηνοθεσία στήθηκαν στην Κω δυο φορές, σχολικές υπερπαραγωγές θεατρικής κινηματογραφικής και μουσικοχορευτικής μεταφοράς των δυο έργων του Καλπούζου της Ουρανόπετρας και της Σέρρας. Είχα την τιμή να συμμετάσχω σε μια εξ αυτών. Ενώ δυο άλλες συνάδελφοι, με αφορμή το Ιμαρέτ, στην κανονική και στην εφηβική του έκδοση, για δυο ή περισσότερα χρόνια διοργάνωσαν μαθητικές λέσχες ανάγνωσης...

        Ο Καλπούζος εισάγει σε όλα του τα έργα κάτι ξεχασμένο στην ελληνική παιδευτική διαδικασία διδασκαλίας της λογοτεχνίας. Μας εισάγει έναν νέο πατριωτισμό. Λέω νέο, διότι η φιλοπατρία και ο πατριωτισμός είναι δυο όροι αρκετά παρεξηγημένοι σήμερα... Ο πατριωτισμός συχνά (κι όχι άδικα) ταυτίζεται με μια ρατσιστική ελληναράδικη στάση, που προδίδει επαρχιωτισμό και φοβικά σύνδρομα εθνικισμού. Με αποτέλεσμα να οδηγεί μερίδα συμπολιτών μας στο άλλο άκρο, αυτό του εθνομηδενισμού, του αφηγήματος δηλαδή που δεν θέλει ως δέσιμο και ως ταυτότητα κάθε ανθρώπου, τη γλώσσα του, τον τόπο και τον πολιτισμό του. Η παραδοσιοπληξία κάποιων εποχών, δημιούργησε ένα ριζοσπαστισμό ρήξης με τον ίδιο μας τον εαυτό.

          Το μεγαλύτερο έγκλημα της παραδοσιόπληκτης εθνικιστικής υστερίας, που είχε ως κορυφαία πολιτική έκφραση τις δικτατορικές κυβερνήσεις της χούντας, ήταν ότι μαγάρισαν τις πατριωτικές ιδέες ταυτίζοντάς τες με μαχαιροβγάλτες, τραμπούκους του υποκόσμου, αγράμματους "εγέρθουτους", φουσκωτούς της νύχτας, γραφικούς τσολιάδες, βουκεφάλες και μεγαλέξαντρους, εξαπατώντας εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες. Ταυτίστηκε ο πατριωτισμός με την πιο αηδή μορφή εθνισμού: το "ζήτω εμείς, κάτω οι άλλοι". Όπου "εμείς", βλέπε το δίκαιο του όμαιμου, αυτού που πιστεύει στο δίκαιο του αίματος ("αίμα τιμή κτλ"). Όπου οι "άλλοι", βλέπε τον κάθε άλλο... Από τον Έλληνα του εξωτερικού, ως τον αλβανικής καταγωγής συμπολίτη που παλεύει 30 χρόνια τώρα να φτιάξει τη ζωή του εδώ, ενώ τα παιδιά του, και πλέον τα εγγόνια του ελληνοποιήθηκαν πλήρως... Από τον Τούρκο που μας βλέπει ως εχτρούς ή ως φίλους (ναι και ως αδελφούς ενίοτε) μέχρι τους Αντετοκούμπους που πουλάνε αλογάκια και χάντρες και ρολόγια στις παραλίες...

          Στον Καλπούζο θα δούμε την ιστορική καταγραφή όπως την γνωρίζουμε μέσες άκρες να συμπλέει και να συμπλέκεται διαρκώς με το δίκιο του άλλου. Αυτού που εύκολα τον κάνουμε εχθρό αν δεν τον ξέρουμε, αλλά αν τον γνωρίζουμε προσωπικά, μάλλον θα έχουμε τη γνώμη εντελώς διαφορετική. Έρωτας του Χριστιανού Έλληνα με την Τουρκάλα Μουσουλμάνα στο ένα έργο, έρωτας του Χριστιανού επαναστατημένου με την Εβραιοπούλα στο άλλο, φιλία χριστιανού με μουσουλμάνο στο τρίτο, ενώ είναι εκπληκτικό το δέσιμο που υπάρχει στο Ιμαρέτ και στην Ουρανόπετρα, όπου οι ιστορίες δένονται και κυριαρχεί σε κάποια στροφή της μυθιστορίας η αγωνία δυο φίλων όπου ο ένας Τούρκος Μουσουλμάνος και ο έτερος ημέτερος ελληνορθόδοξος μη τυχόν και συναντηθούν τα παιδιά τους ως αντίπαλοι στον απελευθερωτικό πόλεμο των ετών 1912 και κατόπιν με την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στον εθνικό κορμό της Ελλάδας... Ο Καλπούζος μας δίνει χειροπιαστό το δώρο του πατριωτισμού μέσα από την ανθρωπιά...

          Είπα πολλά και δεν χρειάζεται να πω περισσότερα. Διότι η βραδιά αυτή ανήκει στον Γιάννη. Θέλω κλείνοντας να πω δημόσια στον Γιάννη Καλπούζο ότι από τότε που επέστρεψα από την Κω, είχα κατά νου να διοργανώσω μαζί με τον αδερφικό φίλο, τον Γιάννη Τσακίρη, ανάλογες εκδηλώσεις σε τούτο τον χώρο. Στην περίπτωση του «Εράν» ήμασταν άτυχοι. Στην περίπτωση του «Ραγιά» δίσταζα από το σύνολο της εκστρατείας των εκδόσεων «Ψυχογιός» ο οποίος συνεργάζεται με τρανταχτά βιβλιοπωλεία κάθε περιοχής για να γίνει μια ανάλογη παρουσίαση.

          Στην περίπτωση της Δράμας όμως, στο Ραγιά, οι δισταγμοί, μας έκαναν όλους μας να γινόμαστε πνευματικοί νάνοι... Εν αντιθέσει με τον φορέα που ανέλαβε την διοργάνωση, τον Σύλλογο Παραπληγικών Δράμας, που αποτελείται από γίγαντες και ανέλαβαν να φέρουν στη Δράμα τον Καλπούζο και τις Μέρες και Νύχτες του ’21. Τους ευχαριστούμε πολύ...



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τιμώντας μιαν άξια διευθύντρια διεύθυνσης εκπαίδευσης, τη Χριστίνα - Χρυσάνθη Βαμβούρη

Μνήμη οσίου Παϊσίου Αγιορείτου

Ο ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ, Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ 1821.