Η αγκύλωση στο παρελθόν

 Η αγκύλωση στο παρελθόν

Συντελεσμένη και κλειστή Παράδοση ή διαρκής πρόσληψη και μεταμόρφωση του πολιτισμού στην Εκκλησία;

του Σταύρου Γιαγκάζογλου,

Επίκ. Καθηγητή Δογματικής

Τμήματος Θεολογίας ΕΚΠΑ





        Η Εκκλησία από τα πρώτα βήματά της στην ιστορία ανοίχθηκε στον κόσμο και στον πολιτισμό. Γι’ αυτό και άμεσα διαλέχθηκε και προσέλαβε επιλεκτικά  τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, την ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία, τα ήθη, τους θεσμούς, τις τέχνες... Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι όλες οι τέχνες που εισήλθαν και αγκαλιάστηκαν από την Εκκλησία ήταν προηγουμένως κοσμικές ή ειδωλολατρικές ή άσχετες.

            Η αρχαία Εκκλησία, λοιπόν, είχε τέτοιο δυναμισμό και φρεσκάδα που προσελάμβανε τα πάντα. Έτσι, προσέλαβε την ελληνική σκέψη, την ποίηση, τη μουσική, τη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική... Όλη η ζωή της Εκκλησίας ήταν διαρκώς μια πρόσληψη του πολιτισμού και συνάμα μία μεταμόρφωση του κόσμου, του ανθρώπου και της ιστορίας.

            Τι συνέβη, όμως, συν τω χρόνω; Πάνω στην κορύφωση αυτού του χριστιανικού πλέον πολιτισμού, διαμορφώθηκε η ιδέα ότι η παράδοση της Εκκλησίας «συντελέστηκε», δηλαδή έφτασε επιτυχώς στο απόγειό της και πλέον δεν χρειάζεται να προσλάβει τίποτε άλλο. Θεωρήθηκε, δηλαδή, ότι ο χριστιανικός πολιτισμός έφτασε στην πλήρη διαμόρφωση και ολοκλήρωσή του, και ότι σε αυτό το απόγειο βρίσκεται το τέλειο και το πλήρες και πλέον εδώ πρέπει να σταθούμε και τίποτε να μην αλλάξουμε. Να μην προσλάβουμε τίποτε καινούργιο, διότι προφανώς θα καταστρέψουμε τη σπουδαία αυτή κληρονομιά, την οποία οφείλουμε να συντηρούμε και να υποστηλώνουμε, προκειμένου να διατηρηθεί εσαεί ως έχει. Η θεώρηση, όμως, αυτή συνιστά ένα πολιτισμικό «αμάρτημα» για την Εκκλησία, δηλαδή μία λανθασμένη στάση της Εκκλησίας έναντι του πολιτισμού. Η Εκκλησία αντί να είναι ανοικτή στο εκάστοτε παρόν και να κινείται δυναμικά προς το μέλλον, επικαιροποιώντας και ανανεώνοντας διαρκώς την παράδοσή της, κλείνεται σταθερά σε μία τυπική αναπαραγωγή του παρελθόντος και αντιλαμβάνεται την Παράδοση ως ήδη κλειστή και συντελεσμένη υπόθεση.

            Η αντίληψη της κορύφωσης και της τελειότητας φέρνει στον νου μας την αίσθηση πληρότητας που είχαν οι μαθητές στο Θαβώρ. Μετά την παράδοξη και θαυμαστή θέα της Μεταμόρφωσης του Χριστού αυθόρμητα αναφώνησαν «εδώ να μείνουμε»: «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς» (Λουκ. 9,33).  

            Όμως, ο Χριστός τους είπε ότι υπάρχει δρόμος ακόμη που χρειάζεται να διανυθεί. Ο δρόμος αυτός διέρχεται από το καμίνι και την εμπειρία της Σταύρωσης και των Παθών! Ο δρόμος της Εκκλησίας διέρχεται και αυτός μέσα από το καμίνι και τις δοκιμασίες της ιστορίας. Πράγματα άγνωστα στους μαθητές του Χριστού, ως εκείνη τη στιγμή! Άλλωστε, όπως λέγουν και οι ερμηνευτές, η Μεταμόρφωση έγινε για να μπορέσουν στη συνέχεια οι μαθητές του Χριστού να φιλτράρουν μέσα από αυτό το γεγονός της δόξας ό,τι επίπονο θα ακολουθούσε. Εν πάση περιπτώσει, η δόξα αυτή του Χριστού δεν είναι εκ του κόσμου τούτου, έρχεται από αλλού.

            Τίποτε μέσα στην ιστορία, κανένας πολιτισμός και κανένα έργο του ανθρώπου, δεν πρέπει και δεν μπορεί να απολυτοποιείται. Ούτε οι γλώσσες, ούτε οι πολιτισμοί, ούτε καν οι υψηλές μορφές της τέχνης μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Η δόξα της Εκκλησίας είναι ο ίδιος Χριστός και όχι ο πολιτισμός που σάρκωσε κάποτε η Εκκλησία. Γι’ αυτό, η Εκκλησία χρειάζεται σε κάθε εποχή να προσαρμόζεται και να διαλέγεται με την ίδια δυναμική με τον εκάστοτε πολιτισμό και με τις διάφορες μορφές της τέχνης και της σκέψης. Επειδή, όμως, συχνά υπάρχει η αίσθηση και ο φόβος μήπως αλλοιωθεί η Παράδοσή της κάτω από νέες συνθήκες, μερικές φορές, οι άνθρωποι της Εκκλησίας, προσκολλώμαστε στις φόρμες και στους τύπους της παράδοσης. Δεν αντιλαμβανόμαστε, όμως, ότι αγκυλωμένοι στην τυπολατρία και στις εξωτερικές φόρμες της πίστης, ενδέχεται να απωλέσουμε όχι το περιέχον, αλλά το ίδιο το περιεχόμενο. Το καίριο και το σημαντικό, το «ἕν, οὗ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,42), που παραγγέλλει ο Χριστός στην Εκκλησία.

             Ωστόσο, αισιοδοξώ ότι η Εκκλησία, αν και με έναν ομολογουμένως αργό ρυθμό, θα αρχίσει -και ήδη το κάνει- να προσλαμβάνει και στην εποχή μας τις διάφορες μορφές τέχνης και έκφρασης για να τις μεταμορφώσει σε στοιχεία και φορείς της εν Χριστώ πίστης και εμπειρίας της.

            Το έργο αυτό θεωρώ ότι δεν είναι απλώς υπόθεση της σύγχρονης ελλαδικής Ορθοδοξίας. Είναι κάτι που αφορά όλες τις ορθόδοξες τοπικές παραδόσεις. Ήδη βλέπουμε ένα άνοιγμα προς τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη μουσική, τη φιλοσοφία, πράγματα που έχουν ξεκινήσει για τη Ρωσία από τον 19ο αιώνα με τον Ντοστογιέφσκι και συνεχίζονται στον 20ό και στον 21ο αιώνα. Οι Ρώσοι Ορθόδοξοι έχουν μια άλλη σχέση με αυτές τις σύγχρονες τέχνες (λογοτεχνία, κινηματογράφος) απ’ ό,τι έχουμε εμείς.

            Αλλά και εμείς έχουμε τη δική μας σχέση με τη σύγχρονη λογοτεχνία χάρη στον Παπαδιαμάντη, στον Ν. Γ. Πεντζίκη και σε άλλους λογοτέχνες. Τη σχέση αυτή οφείλουμε εμπνευσμένα και δημιουργικά να την ανοίξουμε και σήμερα να την διευρύνουμε και όχι να την περιορίσουμε.

            Στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας, η λειτουργία του χρόνου δεν συμβαδίζει με τον δικό μας προσωπικό χρόνο ή τον χρόνο μιας γενιάς απλώς. Για να φτάσουμε σε νέες ενσαρκώσεις και γόνιμες δημιουργίες στον πολιτισμό και μάλιστα στον σύγχρονο, χρειάζεται συλλογικό έργο από πολλούς και από πολλές γενιές. Προς τα εκεί κινούμαστε ήδη, αν και με αργό ρυθμό. Ενδεχομένως, απαιτείται μεγαλύτερη τόλμη, δημιουργικότητα και διορατικότητα…

            Οι ορθόδοξοι πιθανόν να έχουμε δίκαιο ως ένα βαθμό, επιμένοντας να μην έχουμε γρήγορες αλλαγές, εν είδει άμεσης προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις του σύγχρονου κόσμου. Είδαμε στους Ρωμαιοκαθολικούς να περιορίζεται η πλούσια λειτουργική παράδοση της Δύσης λόγω μεταρρυθμίσεων και απλοποιήσεων, επειδή επηρεάζονται από τη μινιμαλιστική νοοτροπία του  προτεσταντισμού αλλά και της εκκοσμίκευσης. Η μεταρρύθμιση που πραγματοποίησαν στη λατρεία φαίνεται μάλλον να απογύμνωσε τον λειτουργικό πλούτο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η λειτουργική αναγέννηση στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν πρέπει να γίνει αποκλειστικά με όρους χρηστικούς και μινιμαλιστικούς, αλλά με λογισμό και μ’ όνειρο, με ουσιαστικό και βαθύτερο θεολογικό, λειτουργικό και ποιητικό τρόπο. Οφείλουμε πολύ να το σκεφθούμε, πριν το επιχειρήσουμε. Πρέπει να το κάνουμε αλλιώς. Αυτό το «αλλιώς» χρειάζεται να μας απασχολήσει όχι μόνο θεωρητικά αλλά και έμπρακτα και πειραματικά. Είναι πλέον καιρός να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση, για το πώς η ορθόδοξη θεολογία και η Εκκλησία θα σταθούν απέναντι στις σύγχρονες τέχνες, όχι με την έννοια της συντήρησης του παρελθόντος, αλλά του ανοίγματος και της ενσάρκωσης σε νέες προσλήψεις, εκφράσεις και μορφές της τέχνης, σε έναν νέο «εμπολιτισμό» της πίστης, της λατρείας και της ζωής της Εκκλησίας σε διάλογο με τις σύγχρονες πολιτισμικές πραγματικότητας.

            Και αισιοδοξώ ότι αυτό θα συμβεί στο προσεχές μέλλον. Προς τα εκεί πορευόμαστε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τιμώντας μιαν άξια διευθύντρια διεύθυνσης εκπαίδευσης, τη Χριστίνα - Χρυσάνθη Βαμβούρη

Μνήμη οσίου Παϊσίου Αγιορείτου

Ο ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ, Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ 1821.